1 καταθεαομαι
(τὰ γιγνόμενα ἀπὸ τοῦ λόφου Xen.)
(εἰς πολεμίους καὴ τοὺς φίλους Xen.)
(τέν χώραν, τὰς τάξεις Xen.)
(φορὰς ἄστρων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > καταθεαομαι